Αφήνοντας την παλιά πόλη του Βόλου, γνωστή με την ονομασία Παλαιά, στην διαδρομή της οποίας συναντά κανείς το μουσείο τρένων και το μουσείο της πόλης του Βόλου, στην δεξιά πλευρά, μετά τα ΚΤΕΛ, έχουν διασωθεί τμήματα της παλιάς οχύρωσης. Λίγα μέτρα παρακάτω ορθώνεται ένα τεράστιο εργοστασιακό συγκρότημα με μαύρα ψηλά φουγάρα, τα οποία δεν βγάζουν πλέον καπνό. Το εργοστάσιο Πλινθοκεραμοποιίας Ν. & Σ. Τσαλαπάτα, σπάνιο δείγμα διασωζόμενου βιομηχανικού συγκροτήματος στον ελληνικό χώρο, μετατράπηκε σε μουσείο με στόχο την διάσωση και προβολή της βιομηχανικής κληρονομιάς, καθώς και την ανάπτυξη του πολιτιστικού τουρισμού στην ευρύτερη περιοχή της Μαγνησίας. Aνήκει στο δίκτυο Μουσείων του ΠΙΟΠ (Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς) και πρόκειται πραγματικά για ένα από τα πιο εντυπωσιακά μουσεία, μιας και η έκτασή του ανέρχεται στα 22.000 τ.μ., στα οποία σήμερα λειτουργούν, εκτός από το μουσείο, εστιατόριο, καφέ μπαρ, καθώς και πολυχώρος που φιλοξενεί θεατρικές παραστάσεις, συναυλίες, παρουσιάσεις βιβλίων. Η ίδρυση του εργοστασίου το 1926 συμπίπτει με την επέκταση και την εκβιομηχάνιση της πόλης του Βόλου. Η επιχείρηση λειτουργεί για παραπάνω από 50 χρόνια, μέχρι το 1978, παρά τα αλλεπάλληλα προβλήματα που αντιμετωπίζει. Η Πλινθοκεραμοποιία Ν. & Σ. Τσαλαπάτα είναι από τα ελάχιστα εργοστάσια που διατήρησαν τα κτίρια και τον μηχανολογικό τους εξοπλισμό και μετά το τέλος της λειτουργίας τους. Αυτό έδωσε την ευκαιρία στο Δήμο του Βόλου, το 1995, να αγοράσει το εργοστασιακό συγκρότημα, και από το 1998 μέχρι το 2001 να προβεί στην αποκατάστασή του, με στόχο να παραδώσει στην πόλη ένα πολιτιστικό κέντρο προώθησης της βιομηχανικής παράδοσης. Έτσι, το 2006, άνοιξε το μοναδικό μουσείο Πλινθοκεραμοποιίας στην Ελλάδα.
Το εργοστάσιο χτίστηκε σε μια έκταση 25 στρεμμάτων, δίπλα στον χείμαρρο Κραυσίδωνα, στην συνοικία των Παλαιών. Η απόφαση αυτή της οικογένειας Τσαλαπάτα προήλθε από την επιθυμία τους να επεκταθούν και σε άλλους κλάδους πέραν του εμπορίου και τότε η παραγωγή τούβλου στο Βόλο γνώριζε μεγάλη άνθηση, με έξι κεραμοποιίες σε λειτουργία. Οι εργασίες κατασκευής του ολοκληρώθηκαν το 1926. Το Εργοστάσιο Πλινθοκεραμοποιίας αποτέλεσε μία σημαντική παραγωγική μονάδα με πανελλαδική εμβέλεια. Στο διάστημα αυτό, η περίφημη κάμινος Ηοffmann έσβησε μόνο στην περίοδο της Κατοχής το 1944 και δύο φορές κατά τους καταστροφικούς σεισμούς του 1954-56 που συντάραξαν το Βόλο.
Στην ακμή της λειτουργίας του απασχολούσε 250 άτομα και η εγκατεστημένη ισχύς του σε μηχανήματα έφθανε τους 300 ίππους. Σήμερα μπορεί κανείς να βιώσει τον τρόπο ζωής μέσα στην τεράστια αυτή βιομηχανική μονάδα, μέσα από την περιήγηση στην μόνιμη έκθεση του μουσείου, η οποία αναπτύσσεται σε όλους του εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους και να παρακολουθήσει τα στάδια παραγωγής διαφορετικών τύπων τούβλων και κεραμιδιών.
Ο επισκέπτης δεν είναι απλά ένας θεατής, καθώς μπορεί να επισκεφθεί όλους τους χώρους, να μπει στα τούνελ, στους φούρνους, να περιηγηθεί στην μονάδα παραγωγής. Ο δήμος του Βόλου προωθεί την ανάδειξη σπάνιων μουσείων όπως το Εντομολογικό και το Πλινθοκεραμοποιίας μοναδικά σε όλα τα Βαλκάνια, κάνοντας την πόλη έναν ελκυστικό τουριστικό προορισμό με ποικίλες δραστηριότητες, πέραν του πλεονεκτήματος της ίδιας γειτονιάς με το Πήλιο και τα νησιά των Σποράδων.